- ἀειθαλής
- ἀει-θαλής, immer grünen od. blühend; eiwg frisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀειθαλῆς — ἀειθαλής evergreen masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀειθαλής evergreen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειθαλής — evergreen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειθαλής — ες (Α ἀειθαλής) 1. (για φυτά) αυτός που θάλλει συνεχώς, που διατηρεί το φύλλωμά του σε όλες τις εποχές τού έτους 2. (για πρόσωπα) ο πάντα θαλερός, ακμαίος, σφριγηλός αρχ. 1. άφθαρτος, ακατάλυτος, αιώνιος 2. (το ουδ. ως ουσ. στη φρ.) «τὸ ἀειθαλὲς… … Dictionary of Greek
αειθαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο αείφυλλος, αυτός που έχει φύλλα χειμώνα και καλοκαίρι: Το πεύκο είναι δέντρο αειθαλές. 2. αυτός που είναι πάντα θαλερός, ακμαίος: Ήταν ένας γέρος αειθαλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀειθαλῆ — ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀειθαλής evergreen masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειθαλεῖ — ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀειθαλής evergreen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειθαλεῖς — ἀειθαλής evergreen masc/fem acc pl ἀειθαλής evergreen masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειθαλέα — ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀειθαλής evergreen masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειθαλές — ἀειθαλής evergreen masc/fem voc sg ἀειθαλής evergreen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαονία — Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των βερβεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι ιθαγενής των δυτικών ΗΠΑ και η επιστημονική του ονομασία είναι Mahonia ή Berberis aquifolium. Έχει όρθιους κλάδους που έχουν ταχεία ανάπτυξη και φτάνουν σε ύψος τα 1 2 μ. Τα… … Dictionary of Greek
ναντίνα — Αειθαλής φρυγανώδης θάμνος της οικογένειας των Βερβεριδιδών (δικοτυλήδονα), καταγόμενος από την Κίνα και την Ιαπωνία. Η επιστημονική του ονομασία είναι ναντίνα η οικιακή. Έχει όρθιο βλαστό, ύψους 1 2 μ., με λίγες διακλαδώσεις, και φύλλα σύνθετα… … Dictionary of Greek